- τρῆ
- τρέωflee from fearpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)τρέωflee from fearimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρήματ' — τρή̱ματα , τρῆμα perforation neut nom/voc/acc pl τρή̱ματι , τρῆμα perforation neut dat sg τρή̱ματε , τρῆμα perforation neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρήχω — Τρή̱χω , Τρῆχος masc nom/voc/acc dual Τρή̱χω , Τρῆχος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρημάτων — τρη̱μάτων , τρῆμα perforation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήμασι — τρή̱μασι , τρῆμα perforation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήμασιν — τρή̱μασιν , τρῆμα perforation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήματα — τρή̱ματα , τρῆμα perforation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήματι — τρή̱ματι , τρῆμα perforation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήματος — τρή̱ματος , τρῆμα perforation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραίνω — και τιτραίνω και τιτράω και τίτρημι Α τρυπώ, διατρυπώ («οἷά τις σιφνεὺς κευθνῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ter «τρίβω» που απαντά και με μονοσύλλαβη μορφή τερ (πρβλ. τείρω, λατ. tero) και με… … Dictionary of Greek
ημιτρής — ἡμιτρής ῆτος, ὁ (Μ) ο κατά το ήμισυ τρυπημένος, μισοτρυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τρης (< θ. τρη τού τετραίνω, πρβλ. παθ. παρακμ. τέ τρη μαι), πρβλ. αμφι τρής] … Dictionary of Greek